φάγω

φάγω
5315 φάγω
{гл., 97}
есть, вкушать, пожирать.
Ссылки: Мф. 6:25, 31; 12:4; 14:16, 20; 15:20, 32, 37; 25:35, 42; 26:17, 26; Мк. 2:26; 3:20; 5:43; 6:31, 36, 37, 42, 44; 8:1, 2, 8, 9; 11:14; 14:12, 14, 22; Лк. 4:2; 6:4; 7:36; 8:55; 9:13, 17; 12:19, 22, 29; 13:26; 14:1, 15; 15:23; 17:8; 22:8, 11, 15, 16; 24:43; Ин. 4:31-33; 6:5, 23, 26, 31, 49-53, 58; 18:28; Деян. 9:9; 10:13, 14; 11:7; 23:12, 21; Рим. 14:2, 21, 23; 1Кор. 8:8, 13; 9:4; 10:3, 7; 11:20, 21, 24, 33; 15:32; 2Фес. 3:8; Евр. 13:10; Иак. 5:3; Откр. 2:7, 14, 17, 20; 10:10; 17:16; 19:18.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φάγω" в других словарях:

  • φάγω — Α βλ. φάγομαι …   Dictionary of Greek

  • φαγῶ — φαγός Valonia oak masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάγω — ἐσθίω eat aor subj act 1st sg φάγος live on milk masc/fem/neut nom/voc/acc dual φάγος live on milk masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) φάγος live on milk masc nom/voc/acc dual φάγος live on milk masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάγῳ — φάγος live on milk masc/fem/neut dat sg φάγος live on milk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυφαγώ — ἡδυφαγῶ, έω (Α) τρέφομαι με νόστιμα φαγητά, τρώω λιχουδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαγώ (< φάγος), πρβλ. ανθρωπο φάγος > ανθρωπο φαγώ, σαρκο φάγος > σαρκο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • θαλλοφαγώ — θαλλοφαγῶ, έω (Α) (για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φαγώ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο φαγώ, χορτο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • θερμοφαγώ — θερμοφαγῶ, έω (ΑΜ) θερμοτραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγώ (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. αλληλο φαγώ, ξηρο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • λαβροφαγώ — λαβροφαγῶ, έω (Α) τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. καρπο φαγώ, ξηρο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • τραγοφαγώ — έω, Α τρώω τράγο, τραγήσιο κρέας («τραγοφαγοῦσι δὲ μάλιστα καὶ τῷ Ἄρει τράγον θύουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + φαγῶ (< φάγος*), πρβλ. καπρο φαγώ, πιθηκο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • κοινοφαγία — κοινοφαγία, ἡ (Α) το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ τού αορ. ἔ φαγ ον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»